- σμιλόδους
- ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος μεγάλων σαρκοφάγων θηλαστικών που ανήκει στην ομάδα τών μαχαιροδόντων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. smilodon < σμίλη + ὀδούς / ὀδών, ὀδόντος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.